- εξομαλύνομαι
- εξομαλύνομαι, εξομαλύνθηκα βλ. πίν. 49
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σιάζω — και σάζω ΝΜ, και σιάχνω Ν (μτβ.) καθιστώ κάτι ίσο, ευθύ, ομαλό ή επίπεδο, ευθειάζω, ισιώνω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση ή τό επαναφέρω στην αρχική καλή του κατάσταση, τακτοποιώ, διευθετώ, συγυρίζω («σιάξε το μαντίλι σου») 2.… … Dictionary of Greek
συγξέω — Α 1. λειαίνω κάτι με ξέση ή με ροκάνισμα 2. παθ. συγξέομαι (για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ξέω «ξύνω, λειαίνω»] … Dictionary of Greek
ισάζω — και ισιάζω ίσιασα και ίσιαξα 1. ευθυγραμμίζω. 2. μτφ., εξομαλύνω, τακτοποιώ: Ισιάζω το χωράφι για να σπείρω. – Ίσιασε τη γραβάτα σου. 3. αμτβ., εξομαλύνομαι: Θα ισιάσουν τα πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)